- κρουσίθυρος
- κρουσίθυρος, -ον (Α)1. αυτός που χτυπά την πόρτα2. το ουδ. ως ουσ. τό κρουσίθυρον (ενν. μέλος)νυκτωδία, σερενάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- τού κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, ψευδοδί-θυρος. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.